- δαφνηφορικά
- δαφνηφορικόςofneut nom/voc/acc plδαφνηφορικά̱ , δαφνηφορικόςoffem nom/voc/acc dualδαφνηφορικά̱ , δαφνηφορικόςoffem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δαφνηφορικός — δαφνηφορικός, ή, όν (Α) [δαφνηφόρος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Απόλλωνα δαφνηφόρο 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) δαφνηφορικά, τα άσματα προς τιμήν τού Απόλλωνος δαφνηφόρου … Dictionary of Greek